- οκκύλαι
- ὀκκῡλαι (Α)(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ὀκλάσαι, καὶ ἐπὶ τῶν πτερ < ν>ῶν καθέζεσθαι».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οκλάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… … Dictionary of Greek